- περιαθροίσας
- περιαθροίσᾱς , περιαθρέωinspect all roundpres part act fem acc pl (doric)περιαθροίσᾱς , περιαθρέωinspect all roundpres part act fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.